εκτιναγμός

εκτιναγμός
ο , εκτίναξη [-ις (-εως)] η сбрасывание; выбрасывание; отбрасывание; стряхивание; вытряхивание

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "εκτιναγμός" в других словарях:

  • ἐκτιναγμός — shaking out masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκτιναγμός — ο (Α ἐκτιναγμός) 1. εκτίναξη, εξακόντιση, εκσφενδόνιση 2. καθάρισμα τού σιταριού με λίχνισμα …   Dictionary of Greek

  • ἐκτιναγμοῖς — ἐκτιναγμός shaking out masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκτιναγμούς — ἐκτιναγμός shaking out masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκτιναγμῶν — ἐκτιναγμός shaking out masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκτιναγμῷ — ἐκτιναγμός shaking out masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκτιναγμόν — ἐκτιναγμός shaking out masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκτίναξη — η (Α ἐκτίναξις) εκτιναγμός, ορμητικό και βίαιο τίναγμα, εκσφενδόνιση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»